παιδισκιωρός

παιδισκιωρός
παιδισκ-ιωρός, ,
A officer in charge of boys' gymnasium, IG5(1).133 ([place name] Sparta).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παιδισκιωρός — παιδισκιωρός, ὁ (Α) αυτός που είχε τη φροντίδα τών παιδισκών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *παιδίσκιον + ωρός (βλ.λ. ορώ), ενώ κατ άλλους από ιων. τ. *παιδισκ εωρος (πρβλ. παιδικέωρ [Ησύχ.])] …   Dictionary of Greek

  • παιδικέωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν γυμνασίῳ ὑπηρέτης». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιδισκιωρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”